ασμίκρυντος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασμίκρυντος η ασμίκρυντη το ασμίκρυντο
      γενική του ασμίκρυντου της ασμίκρυντης του ασμίκρυντου
    αιτιατική τον ασμίκρυντο την ασμίκρυντη το ασμίκρυντο
     κλητική ασμίκρυντε ασμίκρυντη ασμίκρυντο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασμίκρυντοι οι ασμίκρυντες τα ασμίκρυντα
      γενική των ασμίκρυντων των ασμίκρυντων των ασμίκρυντων
    αιτιατική τους ασμίκρυντους τις ασμίκρυντες τα ασμίκρυντα
     κλητική ασμίκρυντοι ασμίκρυντες ασμίκρυντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασμίκρυντος < α- + σμικρύνω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

ασμίκρυντος[1]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. αμίκρυντοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας