ασπρουλιάρικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασπρουλιάρικος < άσπρος < λατιν. asper (=τραχύς)
Επίθετο[επεξεργασία]
ασπρουλιάρικος
- ωχρός, ξεθωριασμένος, ασπρουλιάρης
- αυτό το μπλουζάκι έχει γίνει πια ασπρουλιάρικο, τόσο καιρό που το φοράω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασπρουλιάρικος
|