αστάρωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστάρωτος η αστάρωτη το αστάρωτο
      γενική του αστάρωτου της αστάρωτης του αστάρωτου
    αιτιατική τον αστάρωτο την αστάρωτη το αστάρωτο
     κλητική αστάρωτε αστάρωτη αστάρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστάρωτοι οι αστάρωτες τα αστάρωτα
      γενική των αστάρωτων των αστάρωτων των αστάρωτων
    αιτιατική τους αστάρωτους τις αστάρωτες τα αστάρωτα
     κλητική αστάρωτοι αστάρωτες αστάρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αστάρωτος < ασταρώνω (με στερητ. σημασία τού α)

Επίθετο[επεξεργασία]

αστάρωτος

  1. αφοδράριστος
  2. αχρωμάτιστος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]