ασφουγγάριστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασφουγγάριστος η ασφουγγάριστη το ασφουγγάριστο
      γενική του ασφουγγάριστου της ασφουγγάριστης του ασφουγγάριστου
    αιτιατική τον ασφουγγάριστο την ασφουγγάριστη το ασφουγγάριστο
     κλητική ασφουγγάριστε ασφουγγάριστη ασφουγγάριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασφουγγάριστοι οι ασφουγγάριστες τα ασφουγγάριστα
      γενική των ασφουγγάριστων των ασφουγγάριστων των ασφουγγάριστων
    αιτιατική τους ασφουγγάριστους τις ασφουγγάριστες τα ασφουγγάριστα
     κλητική ασφουγγάριστοι ασφουγγάριστες ασφουγγάριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασφουγγάριστος < α- στερητ. + σφουγγαρίζω

Επίθετο[επεξεργασία]

ασφουγγάριστος

  • που δεν καθαρίστηκε με σφουγγάρισμα
    παρόλο που σκούπισα, το πάτωμα έμεινε ασφουγγάριστο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]