ασφουγγάριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασφουγγάριστος < α- στερητ. + σφουγγαρίζω
Επίθετο[επεξεργασία]
ασφουγγάριστος
- που δεν καθαρίστηκε με σφουγγάρισμα
- παρόλο που σκούπισα, το πάτωμα έμεινε ασφουγγάριστο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασφουγγάριστος
|