ασύμβλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασύμβλητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ασύμβλητος, -η, -ο
- που δεν έχει συνάψει με κάποιον συμβόλαιο ή σύμβαση
- οι εργαζόμενοι τής εταιρείας είναι ασύμβλητοι και κινδυνεύουν να χάσουν τη δουλειά τους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασύμβλητος
|