ασώπαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ασώπαστος, -η, -ο
- φλύαρος, που δε σωπαίνει
- είναι ένα ασώπαστο παιδί που μιλάει ενοχλητικά συνέχεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασώπαστος
|