ατείχιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ατείχιστος
- ο μη περιβαλλόμενος από προστατευτικό τείχος, ανοχύρωτος
- η πόλη καταλήφθηκε εύκολα, καθώς ήταν ατείχιστη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατείχιστος
|