αφροδισία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφροδισία οι αφροδισίες
      γενική της αφροδισίας των αφροδισιών
    αιτιατική την αφροδισία τις αφροδισίες
     κλητική αφροδισία αφροδισίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφροδισία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αφροδισία θηλυκό

Η γενετήσια επιθυμία, ο σεξουαλισμός. Το γενετήσιο ένστικτο που εμφανίζεται σε λανθάνουσα μορφή κατά την διάρκεια των πρώτων χρόνων της παιδικής ηλικίας, εκδηλώνεται κατά την εφηβική και ακμάζει κατά την ώριμη.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]