βάζελος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βάζελος | οι | βάζελοι |
γενική | του | βάζελου | των | βάζελων |
αιτιατική | τον | βάζελο | τους | βάζελους |
κλητική | βάζελε | βάζελοι | ||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βάζελος αρσενικό
- (αργκό, ποδόσφαιρο) οπαδός ή φίλαθλος της ομάδας του Παναθηναϊκού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- βούλγαρος (για τους Παοκτζήδες)
- γαύρος (για τους Ολυμπιακούς)
- χανουμάκι / χανούμι (για τους Αεκτζήδες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βάζελος
|