βοϊδινός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βοϊδινός η βοϊδινή το βοϊδινό
      γενική του βοϊδινού της βοϊδινής του βοϊδινού
    αιτιατική τον βοϊδινό τη βοϊδινή το βοϊδινό
     κλητική βοϊδινέ βοϊδινή βοϊδινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βοϊδινοί οι βοϊδινές τα βοϊδινά
      γενική των βοϊδινών των βοϊδινών των βοϊδινών
    αιτιατική τους βοϊδινούς τις βοϊδινές τα βοϊδινά
     κλητική βοϊδινοί βοϊδινές βοϊδινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βοϊδινός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

βοϊδινός -ή -ό

→ δείτε τη λέξη  βοδινός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]