γεματούτσικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεματούτσικος η γεματούτσικη το γεματούτσικο
      γενική του γεματούτσικου της γεματούτσικης του γεματούτσικου
    αιτιατική τον γεματούτσικο τη γεματούτσικη το γεματούτσικο
     κλητική γεματούτσικε γεματούτσικη γεματούτσικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεματούτσικοι οι γεματούτσικες τα γεματούτσικα
      γενική των γεματούτσικων των γεματούτσικων των γεματούτσικων
    αιτιατική τους γεματούτσικους τις γεματούτσικες τα γεματούτσικα
     κλητική γεματούτσικοι γεματούτσικες γεματούτσικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεματούτσικος < γεμάτος

Επίθετο[επεξεργασία]

γεματούτσικος

  • ευγενικό ή τρυφερό επίθετο για να χαρακτηριστεί κάποιος ευτραφής, λίγο πιο γεμάτος από το κανονικό, παχύς προς το αρκετά παχύς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]