γεματούτσικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεματούτσικος < γεμάτος
Επίθετο[επεξεργασία]
γεματούτσικος
- ευγενικό ή τρυφερό επίθετο για να χαρακτηριστεί κάποιος ευτραφής, λίγο πιο γεμάτος από το κανονικό, παχύς προς το αρκετά παχύς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γεματούτσικος
|