γεωεντοπισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεωεντοπισμός < γεω- + εντοπισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική geolocation)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γεωεντοπισμός αρσενικό
- (νεολογισμός) ο εντοπισμός της γεωγραφικής θέσης κάποιου με τη βοήθεια ειδικής συσκευής GPS
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γεωεντοπισμός