γλάρωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλάρωμα τα γλαρώματα
      γενική του γλαρώματος των γλαρωμάτων
    αιτιατική το γλάρωμα τα γλαρώματα
     κλητική γλάρωμα γλαρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλάρωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλάρωμα ουδέτερο

  1. το χρονικό διάστημα που προηγείται του ύπνου, όταν το άτομο γαληνεύει και αρχίζουν να κλείνουν τα μάτια του
  2. (μεταφορικά) το αφηρημένο, απλανές βλέμμα κάποιου

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]