γοργότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γοργότητα οι γοργότητες
      γενική της γοργότητας των γοργοτήτων
    αιτιατική τη γοργότητα τις γοργότητες
     κλητική γοργότητα γοργότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γοργότητα < μεσαιωνική ελληνική γοργότης < αρχαία ελληνική γοργός + -ότης, μορφολογικά αναλύεται γοργ(ος) + -ότητα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣoɾˈɣo.ti.ta/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γοργότητα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]