δημοσιοϋπαλληλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δημοσιοϋπαλληλία < δημόσιος υπάλληλος + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δημοσιοϋπαλληλία θηλυκό
- η ιδιότητα ή η συμπεριφορά ενός δημοσίου υπαλλήλου
- (ειδικότερα) η (κακώς εννοούμενη) νοοτροπία ή συμπεριφορά ενός δημοσίου υπαλλήλου, η έλλειψη διάθεσης για εξυπηρέτηση και προσφορά, το αραλίκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δημοσιοϋπαλληλία
|