διευθετήσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διευθετήσιμος η διευθετήσιμη το διευθετήσιμο
      γενική του διευθετήσιμου της διευθετήσιμης του διευθετήσιμου
    αιτιατική τον διευθετήσιμο τη διευθετήσιμη το διευθετήσιμο
     κλητική διευθετήσιμε διευθετήσιμη διευθετήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διευθετήσιμοι οι διευθετήσιμες τα διευθετήσιμα
      γενική των διευθετήσιμων των διευθετήσιμων των διευθετήσιμων
    αιτιατική τους διευθετήσιμους τις διευθετήσιμες τα διευθετήσιμα
     κλητική διευθετήσιμοι διευθετήσιμες διευθετήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διευθετήσιμος < διευθετώ

Επίθετο[επεξεργασία]

διευθετήσιμος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]