δουλεμπορικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δουλεμπορικό < ουδέτερο του δουλεμπορικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δουλεμπορικό ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) πλοίο με το οποίο γίνεται το δουλεμπόριο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις δουλέμπορος, δούλος και έμπορος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δουλεμπορικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
δουλεμπορικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δουλεμπορικός