δόγης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δόγης | οι | δόγηδες |
γενική | του | δόγη | των | δόγηδων |
αιτιατική | τον | δόγη | τους | δόγηδες |
κλητική | δόγη | δόγηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δόγης < (άμεσο δάνειο) βενετική doge < λατινική ducem, αιτιατική του dux
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δόγης αρσενικό (θηλυκό δόγισσα)
- το ανώτατο αξίωμα στη μεσαιωνική δημοκρατία της Βενετίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)