εγγύτατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγγύτατος η εγγύτατη το εγγύτατο
      γενική του εγγύτατου της εγγύτατης του εγγύτατου
    αιτιατική τον εγγύτατο την εγγύτατη το εγγύτατο
     κλητική εγγύτατε εγγύτατη εγγύτατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγγύτατοι οι εγγύτατες τα εγγύτατα
      γενική των εγγύτατων των εγγύτατων των εγγύτατων
    αιτιατική τους εγγύτατους τις εγγύτατες τα εγγύτατα
     κλητική εγγύτατοι εγγύτατες εγγύτατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εγγύτατος < υπερθετικός βαθμός από το εγγύς

Επίθετο[επεξεργασία]

εγγύτατος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]