εγγύτατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγγύτατος < υπερθετικός βαθμός από το εγγύς
Επίθετο[επεξεργασία]
εγγύτατος, -η, -ο
- πολύ κοντινός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγγύτατος
|