εγνωσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγνωσμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή[επεξεργασία]
εγνωσμένος, -η, -ο
- του οποίου η αξία αναγνωρίζεται από όλους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγνωσμένος
|