εκατοστάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκατοστάρης < εκατοστάρι + -ης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκατοστάρης αρσενικό
- (αθλητισμός) άλλη μορφή του κατοστάρης
Συγγενικά[επεξεργασία]
δεκάρης εικοσάρης τριαντάρης σαραντάρης πενηντάρης εξηντάρης εβδομηντάρης ογδοντάρης ενενηντάρης κατοστάρης / εκατοστάρης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκατοστάρης
|