σαραντάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σαραντάρης | η | σαραντάρα | το | σαραντάρικο |
γενική | του | σαραντάρη | της | σαραντάρας | του | σαραντάρικου |
αιτιατική | τον | σαραντάρη | τη | σαραντάρα | το | σαραντάρικο |
κλητική | σαραντάρη | σαραντάρα | σαραντάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σαραντάρηδες | οι | σαραντάρες | τα | σαραντάρικα |
γενική | των | σαραντάρηδων | — | των | σαραντάρικων | |
αιτιατική | τους | σαραντάρηδες | τις | σαραντάρες | τα | σαραντάρικα |
κλητική | σαραντάρηδες | σαραντάρες | σαραντάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]σαραντάρης -α -ικο
- που έχει ηλικία περίπου σαράντα (40) ετών
- που έχει κύριο χαρακτηριστικό τα σαράντα
- ※ Δηλαδή, αν η λάμπα είναι 60 βατ και την χαμηλώσεις να φωτίζει σαν σαραντάρα θα καταναλώνει... (πηγή: blog, insomnia.gr)
- ※ Η δουλειά μου είναι μηχανικός Η/Υ.....για να βγάλω ένα σαραντάρικο-πενηντάρικο πρέπει να κάτσω τουλάχιστον ένα γεμάτο 5ωρο για να κάνω σωστή δουλειά (Δεκ. 2011, blog, mybike.gr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]δεκάρης εικοσάρης τριαντάρης σαραντάρης πενηντάρης εξηντάρης εβδομηντάρης ογδοντάρης ενενηντάρης κατοστάρης / εκατοστάρης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σαραντάρης
|