σαραντάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαραντάρης αρσενικό, σαραντάρα θηλυκό
- άντρας ηλικίας περίπου σαράντα (40) ετών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαραντάρης