εκδρομέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εκδρομέας οι εκδρομείς
      γενική του
του/της
εκδρομέα
εκδρομέως
των εκδρομέων
    αιτιατική τον/την εκδρομέα τους/τις εκδρομείς
     κλητική εκδρομέα εκδρομείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκδρομέας < εκδρομ(ή) + (-εύς) -έας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκδρομέας αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]