εκποιήσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκποιήσιμος η εκποιήσιμη το εκποιήσιμο
      γενική του εκποιήσιμου της εκποιήσιμης του εκποιήσιμου
    αιτιατική τον εκποιήσιμο την εκποιήσιμη το εκποιήσιμο
     κλητική εκποιήσιμε εκποιήσιμη εκποιήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκποιήσιμοι οι εκποιήσιμες τα εκποιήσιμα
      γενική των εκποιήσιμων των εκποιήσιμων των εκποιήσιμων
    αιτιατική τους εκποιήσιμους τις εκποιήσιμες τα εκποιήσιμα
     κλητική εκποιήσιμοι εκποιήσιμες εκποιήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκποιήσιμος < εκποιώ + -ιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

εκποιήσιμος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]