εμβάπτιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμβάπτιση οι εμβαπτίσεις
      γενική της εμβάπτισης* των εμβαπτίσεων
    αιτιατική την εμβάπτιση τις εμβαπτίσεις
     κλητική εμβάπτιση εμβαπτίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμβαπτίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμβάπτιση < εμβαπτί(ζω) + -ση

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eɱˈva.pti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμ‐βά‐πτι‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εμβάπτιση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]