εμπαιγμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμπαιγμός αρσενικό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εμπαίζω
- ο περιφρονητικός ή προσβλητικός αστεϊσμός σε βάρος κάποιου
- ο χλευασμός, το κορόιδεμα, το περιγέλασμα
- η απάτη, η εξαπάτηση, η παραπλάνηση