εμπύημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμπύημα < αρχαία ελληνική ἐμπύημα < πύη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εμπύημα ουδέτερο
- (ιατρική) συγκέντρωση ποσότητας πύου σε σημεία του σώματος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πύο