εμφυσώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμφυσώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμφυσῶ, συνηρημένος τύπος του ἐμφυσάω. Συγχρονικά αναλύεται σε εμ- + φυσώ.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eɱ.fiˈso/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐φυ‐σώ
Ρήμα[επεξεργασία]
εμφυσώ, πρτ.: εμφυσούσα, αόρ.: εμφύσησα/ενεφύσησα, παθ.φωνή: (εμφυσώμαι), π.αόρ.: εμφυσήθηκα, μτχ.π.π.: εμφυσημένος[1]
- φυσάω αέρα μέσα σε κάτι ή κάποιον
- (ιατρική) φουσκώνω (όργανο του σώματος) με αέρα
- (μεταφορικά) εμπνέω, δημιουργώ ορισμένο συναίσθημα, μεταδίδω αρχές, ιδέες κλπ. και προκαλώ την υιοθέτησή τους
- ※ Θέλω καρδίαν ζήσασαν ταχύτερον· πεσούσαν / Να την εγείρω, κ' εις νεκράν ψυχήν να εμφυσήσω· / Καρδίαν φθινοπωρινήν, ζωήν φυλλορροούσαν, / Και πεπτωκότα άγγελον ποθώ να ελεήσω. (Αχιλλέας Παράσχος, Προτίμησις)
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή: και λόγιος αόριστος από τα αρχαία: ενεφύσησα
Ενεργητική φωνή
|
Παθητική φωνή:
- Δεν σημειώνεται παθητική φωνή εμφυσώμαι, εμφυσάσαι, εμφυσάται, ... σε αρκετά λεξικά κοινής νεοελληνικής.[2][3]
- αόριστος εμφυσήθηκα, μετοχή παρακειμένου: εμφυσημένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εμφύσημα
- εμφυσηματικός
- εμφύσηση
- → δείτε τη λέξη φυσώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
- ↑ εμφυσώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εμ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)