εξανθρωπισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξανθρωπισμός < εξανθρωπίζω + -μός < αρχαία ελληνική ἐξανθρωπίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξανθρωπισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξανθρωπίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξανθρωπισμός