εορταστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εορταστής < ελληνιστική κοινή ἑορταστής < αρχαία ελληνική ἑορτάζω < ἑορτή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εορταστής αρσενικό (θηλυκό: εορτάστρια)