επίσαγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπίσαγμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επίσαγμα τα επισάγματα
      γενική του επισάγματος των επισαγμάτων
    αιτιατική το επίσαγμα τα επισάγματα
     κλητική επίσαγμα επισάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επίσαγμα < αρχαία ελληνική ἐπίσαγμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈpi.saɣ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πί‐σαγ‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επίσαγμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • επίσαγμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)