επιγονατιδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιγονατιδικός < επιγονατίδα
Επίθετο[επεξεργασία]
επιγονατιδικός, -ή, -ό
- σχετικός με την επιγονατίδα
επιγονατιδικός, -ή, -ό