επιδρώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιδρώ < ελληνιστική κοινή ἐπιδράω / ἐπιδρῶ ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική einwirken)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.piˈðɾo/

Ρήμα[επεξεργασία]

επιδρώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]