ερυθραιμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερυθραιμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική erythremia / erythraemia < αρχαία ελληνική ἐρυθρός + αἷμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ερυθραιμία θηλυκό
- (ιατρική) κατάσταση του οργανισμού κατά την οποία παρατηρείται αυξημένος αιματοκρίτης ή αυξημένη αιμοσφαιρίνη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερυθραιμία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)