ευεπίδεκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευεπίδεκτος < αρχαία ελληνική εὐεπίδεκτος
Επίθετο[επεξεργασία]
ευεπίδεκτος, -η, -ο
- (λόγιο) (παρωχημένο) που εύκολα δέχεται κάτι
- Αλλ' ούτε φλογερών αισθημάτων ευεπίδεκτος είναι, ούτε την λατρείαν του Ρωμαίου προσδέχεται. (Δημήτριος Βικέλας, Σαικσπείρου Τραγωδίαι)
- «Σαν άνθρωπος που ξεγέλαγε το σύστημα επί χρόνια...πρότεινα ειδικά μέτρα για να βελτιωθεί η συνολική αποτελεσματικότητα του προγράμματος» δήλωσε ο άνθρωπος που βρέθηκε στο επίκεντρο του μεγαλύτερου σκανδάλου ντόπινγκ και εκτίμησε ότι «θα υπάρξουν αποτελεσματικές αλλαγές προς όφελος του αθλητισμού,καθώς ο κ.Πάουντ ήταν ευεπίδεκτος στην εσωτερική πληροφόρηση». (εφημερίδα Το Βήμα, 14/12/2007)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευεπίδεκτος
|