εφτάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εφτάρι τα εφτάρια
      γενική του εφταριού των εφταριών
    αιτιατική το εφτάρι τα εφτάρια
     κλητική εφτάρι εφτάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τα τέσσερα εφτάρια μιας τράπουλας
το εφτάρι μιας ομάδας μπάσκετ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εφτάρι < εφτ(ά) + -άρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εφτάρι ουδέτερο

  1. το ψηφίο επτά
  2. (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελείται από επτά ομοειδή αντικείμενα
    • διαμέρισμα με επτά κύρια δωμάτια
  3. (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελεί τυποποιημένο μέγεθος 7
  4. (αθλητισμός) ποδοσφαιριστής που αγωνίζεται δεξιός μέσος στην σύνθεση

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]