ημίκλειστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημίκλειστος η ημίκλειστη το ημίκλειστο
      γενική του ημίκλειστου της ημίκλειστης του ημίκλειστου
    αιτιατική τον ημίκλειστο την ημίκλειστη το ημίκλειστο
     κλητική ημίκλειστε ημίκλειστη ημίκλειστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημίκλειστοι οι ημίκλειστες τα ημίκλειστα
      γενική των ημίκλειστων των ημίκλειστων των ημίκλειστων
    αιτιατική τους ημίκλειστους τις ημίκλειστες τα ημίκλειστα
     κλητική ημίκλειστοι ημίκλειστες ημίκλειστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημίκλειστος < ημί- + κλειστός

Επίθετο[επεξεργασία]

ημίκλειστος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]