ημισεληνοειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ημισεληνοειδής | η | ημισεληνοειδής | το | ημισεληνοειδές |
γενική | του | ημισεληνοειδούς* | της | ημισεληνοειδούς | του | ημισεληνοειδούς |
αιτιατική | τον | ημισεληνοειδή | την | ημισεληνοειδή | το | ημισεληνοειδές |
κλητική | ημισεληνοειδή(ς) | ημισεληνοειδής | ημισεληνοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ημισεληνοειδείς | οι | ημισεληνοειδείς | τα | ημισεληνοειδή |
γενική | των | ημισεληνοειδών | των | ημισεληνοειδών | των | ημισεληνοειδών |
αιτιατική | τους | ημισεληνοειδείς | τις | ημισεληνοειδείς | τα | ημισεληνοειδή |
κλητική | ημισεληνοειδείς | ημισεληνοειδείς | ημισεληνοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημισεληνοειδής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ημισεληνοειδής, -ής, -ές
- που έχει μορφή ημισελήνου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημισεληνοειδής
|