θαλασσαιμικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θαλασσαιμικός η θαλασσαιμική το θαλασσαιμικό
      γενική του θαλασσαιμικού της θαλασσαιμικής του θαλασσαιμικού
    αιτιατική τον θαλασσαιμικό τη θαλασσαιμική το θαλασσαιμικό
     κλητική θαλασσαιμικέ θαλασσαιμική θαλασσαιμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θαλασσαιμικοί οι θαλασσαιμικές τα θαλασσαιμικά
      γενική των θαλασσαιμικών των θαλασσαιμικών των θαλασσαιμικών
    αιτιατική τους θαλασσαιμικούς τις θαλασσαιμικές τα θαλασσαιμικά
     κλητική θαλασσαιμικοί θαλασσαιμικές θαλασσαιμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θαλασσαιμικός < θαλασσαιμία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

θαλασσαιμικός, -ή, -ό

  1. (ιατρική) που πάσχει από θαλασσαιμία
    θαλασσαιμικοί ασθενείς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]