θυννοσκοπείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θυννοσκοπείο < ελληνιστική κοινή θυννοσκοπεῖον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θυννοσκοπείο ουδέτερο
- (παρωχημένο) μέρος σε ψηλό σημείο απ’ όπου κάποιος εξετάζει αν το ποτάμι έχει θύννους / τόννους
- (κατ’ επέκταση) νταλιάνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θυννοσκοπείο
|