ισοπαλία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισοπαλία οι ισοπαλίες
      γενική της ισοπαλίας των ισοπαλιών
    αιτιατική την ισοπαλία τις ισοπαλίες
     κλητική ισοπαλία ισοπαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ισοπαλία < ισόπαλος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ισοπαλία θηλυκό

  • (αθλητισμός) αγώνας που τελειώνει χωρίς να υπάρχει νικητής

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]