ισοπαλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισοπαλία < ισόπαλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ισοπαλία θηλυκό
- (αθλητισμός) αγώνας που τελειώνει χωρίς να υπάρχει νικητής
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισοπαλία