καλπιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλπιά | οι | καλπιές |
γενική | της | καλπιάς | των | καλπιών |
αιτιατική | την | καλπιά | τις | καλπιές |
κλητική | καλπιά | καλπιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλπιά < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kalˈpça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καλ‐πιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλπιά θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλπιά
→ δείτε τη λέξη απάτη |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)