απατεωνιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.pa.tε.ɔ.ˈɲa/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απατεωνιά θηλυκό
- παράνομη ή και ανήθικη πράξη που αποσκοπεί στην εξαπάτηση του άλλου και τον προσπορισμό (οικονομικού) οφέλους
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απατεωνιά
|