καλτσάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλτσάκι τα καλτσάκια
      γενική
    αιτιατική το καλτσάκι τα καλτσάκια
     κλητική καλτσάκι καλτσάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλτσάκι < κάλτσα + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καλτσάκι ουδέτερο

  1. κάλτσα μικρή σε διαστάσεις
    αγοράσαμε καλτσάκια για το μωρό
  2. κοντή κάλτσα, σοσόνι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]