σοσόνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σοσόνι τα σοσόνια
      γενική του σοσονιού των σοσονιών
    αιτιατική το σοσόνι τα σοσόνια
     κλητική σοσόνι σοσόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σοσόνι < (άμεσο δάνειο) γαλλική chausson + [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σοσόνι ουδέτερο

  • (ενδυμασία) κοντή (κοριτσίστικη) κάλτσα
    ※  Και κάποια στιγμή βλέπει ένα μικρό παιδί, ψηλό, αδύνατο, καχεκτικό με σοσόνι και σχολική τσάντα να περνάει το κατώφλι της πόρτας. (@tovima.gr)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /soˈso.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σο‐σό‐νι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]