σοσόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σοσόνι | τα | σοσόνια |
γενική | του | σοσονιού | των | σοσονιών |
αιτιατική | το | σοσόνι | τα | σοσόνια |
κλητική | σοσόνι | σοσόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σοσόνι < (άμεσο δάνειο) γαλλική chausson + -ι [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σοσόνι ουδέτερο
- (ενδυμασία) κοντή (κοριτσίστικη) κάλτσα
- ※ Και κάποια στιγμή βλέπει ένα μικρό παιδί, ψηλό, αδύνατο, καχεκτικό με σοσόνι και σχολική τσάντα να περνάει το κατώφλι της πόρτας. (@tovima.gr)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /soˈso.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐σό‐νι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σοσόνι
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σοσόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)