καραβοτσακισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καραβοτσακισμένος < ΄καράβι και τσακίζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
καραβοτσακισμένος
- που έχει συνδεθεί με ναυάγιο πλοίου ή γενικά που έχει ταλαιπωρηθεί πολυ στη θάλασσα (καράβι, καϊκι, αλλά και άνθρωπος, όπως ένας ψαράς ή κυρίως ένας ναυτικός)
- που είναι πολύ ταλαιπωρημένος, που έχει βασανιστεί στη ζωή του, έχει περάσει από εξαιρετικά μεγάλες δοκιμασίες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καραβοτσακισμένος
|