καρβελάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρβελάκι τα καρβελάκια
      γενική
    αιτιατική το καρβελάκι τα καρβελάκια
     κλητική καρβελάκι καρβελάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρβελάκι < καρβέλι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρβελάκι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

<references>

Μεταφράσεις[επεξεργασία]