καστρήσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- καστρήσιος, λέξη του 4ου αιώνα < (άμεσο δάνειο) λατινική castrensis< castr(a) + -ēnsis με [en] > ήτα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; < castrum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱes- (κόβω, χωρίζω). Συγκρίνετε με το καστρένσιος
Επίθετο[επεξεργασία]
καστρήσιος, -ος, -ον
- (στρατιωτικός όρος) στρατιωτικός
- (επάγγελμα) αποθηκάριος
- (επάγγελμα) υπάλληλος στο αυτοκρατορικό δικαστήριο
- (επάγγελμα) υπάλληλος σε επισκοπή
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- καστρήσιος ἄρτος, καστρήσιον πεκούλιον (στρατιωτικός μισθός)
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη κάστρον
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- καστρήσιος, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καστρήσιος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καστρήσιος αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) στρατιωτικός, «ο εν τη φρουρά υπηρετών στρατιώτης»[1]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές[επεξεργασία]
- καστρήσιος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- καστρήσιος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Επίθετα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Επαγγέλματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)