καυκάσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καυκάσιος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καυκάσιος αρσενικό
- που κατάγεται απ' τον Καύκασο
- ο φυλετικά λευκός
Επίθετο[επεξεργασία]
- οτιδήποτε προέρχεται απ' τον Καύκασο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καυκάσιος
|