κεκηρυγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεκηρυγμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή[επεξεργασία]
κεκηρυγμένος, -η, -ο
- διαλεκτικό της Αχαΐας κηρυγμένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεκηρυγμένος
|